- υποτομη
- ὑποτομήὑπο-τομήἥ подрезание, срезание Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποτομή — a cutting off below fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτομῇ — ὑποτομῆι , ὑποτομεύς a cutting instrument masc dat sg (epic ionic) ὑποτομή a cutting off below fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτομή — ἡ, Α 1. τομή αποκάτω, κόψιμο από τη ρίζα 2. βαθμιαία αποκοπή 3. μικρή τομή, υποδιαίρεση τής τομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ή] … Dictionary of Greek
ὑποτομαῖς — ὑποτομή a cutting off below fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτομήν — ὑποτομή a cutting off below fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALTUS — I. SALTUS Gymnicae olim exercitationis species, Graece Α῞λμα, cursui non parum similis erat; nempe qui, sicut cursus continuatus est saltus, ita ipse intercisus sit cursus: a Saltatione de qua supra, merito discriminandus; huius enim opus… … Hofmann J. Lexicon universale
υποτομέας — ὑποτομεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. υποδιαίρεση ενός τομέα 2. στρ. τμήμα ενός στρατιωτικού τομέα, το οποίο έχει αναλάβει συγκεκριμένη αποστολή σε καιρό πολέμου ή κατά την εκτέλεση ασκήσεων αρχ. κοπτικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτομή + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
ὑποτομάς — ὑποτομά̱ς , ὑποτομή a cutting off below fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτομῆς — ὑποτομεύς a cutting instrument masc nom pl ὑποτομεύς a cutting instrument masc nom/voc pl ὑποτομή a cutting off below fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)